Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Οι Καντάδες και Εμείς


Τον κύριο Αντώνη Κάντα λίγο τον γνωρίζω. Πού και πού περιεργάζομαι αυτόν και τους επισκέπτες του κατά την διάρκεια των δικών μας επισκέψεων στους άδικα και παράνομα προφυλακισμένους Βουλευτές και τον Αρχηγό, τους μήνες που παρέμεινε έγκλειστος στον Κορυδαλλό.
Και τον γνωρίζω λίγο γιατί δεν με ενδιέφεραν οι αβρότητες με έναν από τους πολλούς, όπως αποδεικνύεται, καθωσπρέπει κυρίους που μοιράζονταν το συμπόσιο των «αξιόπιστων και κατάλληλων να κυβερνήσουν», μελών του «συνταγματικού τόξου».

Στον λίγο καιρό που διέθετα για να τον παρατηρήσω, το βασικό ερώτημα που μου δημιουργήθηκε ήταν γιατί ένας προφανώς εύστροφος, σοβαρός, και εν πολλοίς ευχάριστος άνθρωπος, μπορεί να καταχραστεί –ή με όποια άλλη λέξη οι δικολάβοι θα περιγράψουν την κατάχρηση του δημοσίου χρήματος- τέτοια αστρονομικά ποσά, και μάλιστα από την άμυνα της Πατρίδας του.

Πίστευε προφανώς ο συμπαθής πρώην αξιωματικός ότι κανείς δεν θα τον καταλάβαινε, ή είχε την διαβεβαίωση ότι θα τον καλύπτουν ή ακόμη την ίδια βεβαιότητα ότι έτσι λειτουργεί το σύστημα κι όλα θα πάνε ρολόι. Όπως και λίγο-πολύ πήγαν, και θα πήγαιναν καλύτερα αν οι Πασοκάνθρωποι και οι Σαμαρικοί συνεργάτες τους δεν διάλεγαν τον τελειωμένο πολιτικά προϊστάμενό του για εξιλαστήριο θύμα της πολύχρονης κλεπτοκρατικής διακυβέρνησης του ληστρικού μεταπολιτευτικού μορφώματος.

Ο Κάντας και οι λοιποί Κάντες και τα αφεντικά τους είναι, συμπέρανα,  απομεινάρια μιας προεπαναστατικής γραικυλικής Ελλάδας, μπέηδων, κοτζαμπάσηδων, και παρακατιανών ρουφιάνων, που συναλλάχτηκαν με σκυφτό σβέρκο κι εξασφάλισαν την καλοπέρασή τους.

Γλυκομίλητοι «αφερίμ, εφέντη», και γαλαντόμοι εκεί που έπρεπε, έγραψαν τέσσερεις κοντά αιώνες δουλείας, ενόσω η Δύση έχτιζε πολιτισμό που λιγουρεύονται οι σημερινοί ραγιάδες. Και θα έγραφαν ακόμη μεγαλύτερο κεφάλαιο υποτέλειας και ραγιαδοσύνης αν δεν ξεσηκώνονταν κάθε τόσο με τα δρεπάνια και τις κόσες κάτι παγγάνοι με έναν Διονύσιο Φιλόσοφο στην κεφαλή. Κι αν κάτι αγριάνθρωποι που τους έλεγαν Κολοκοτρωναίους και Τζαβελλαίους, Κατσαντώνη και Νικηταρά, κάτι κυράδες που δεν κοίταζαν τα σεντέφια και τις χύτρες τους και τις έλεγαν Λασκαρίνα Μπούμπουλη, Δόμνα Βιζβίζη και Δέσπω του Μπότση, και κάτι λιανοί που ακόνιζαν με το νου και την ψυχή τους το σπαθί του Παλαιολόγου, σαν οι Υψηλάντηδες κι ο Καποδίστριας, δεν παράκουγαν τις υποδείξεις της σοφολογιοτάτων, δεν σήκωναν τα μανίκια (και δεν έριχναν τα τάλαρά τους μέχρις πενίας) για να ξεκουμπιστεί ο Τούρκος από την Γη του Λεωνίδα.

Κι ήσαν ακόμη εκείνοι οι ξεχασμένοι από τις κυβερνήσεις της ξενοδουλείας, Στερεοελλαδίτες και Νησιώτες, κι όλη η φυσική αριστοκρατία της Ελλάδος, η αριστοκρατία του Αίματος που σήκωσε και τότε όπως θα κάμει και πάλι στους ώμους της την Πατρίδα, την ώρα που οι Κάντηδες και τα αφεντικά τους θα φυγαδεύουν στην Εσπερία και την Ανατολή τον πλούτο από το ξεζούμισμα των ραγιάδων.

Δεν ξέρω αν φταίνε εκ γενετής ή αν είναι προϊόντα του περιβάλλοντος που βρέθηκαν. Διαβάζω πως «πολλοί άνθρωποι, υπό ορισμένες συνθήκες, μπροστά στο ενδεχόμενο να περιθωριοποιηθούν από ένα κοινωνικό σύνολο, είναι διατεθειμένοι να αυτοϋποβληθούν, να υποκύψουν και να συμμορφωθούν με το «κοινωνικά ορθό», ακόμη κι όταν αυτό είναι προφανέστατα λάθος κι έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την αντίληψή τους και τα πιστεύω τους» (Το Πείραμα Κοινωνικής Συμμόρφωσης του Solomon Asch).

Γι’ αυτό ακριβώς, γιατί δεν συμμορφώθηκαν προς τας εντολάς της υποκριτικής εξουσίας, βρίσκονται φυλακισμένοι στον Κορυδαλλό ή στα ίδια τους τα σπίτια ο Αρχηγός της Χρυσής Αυγής και οι Βουλευτές του. Και γι’ αυτό εκτιμώ ιδιαίτερα την ακεραιότητα των «ανώνυμων» αγωνιστών που προτίμησαν να στερηθούν την ελευθερία τους απ’ το να μαρτυρήσουν όσα ψέμματα τους υπαγόρευαν πιεστικά με αντάλλαγμα την αμνηστία του καθεστώτος των κλεφτών, οι επίορκοι ανακριτές και ανακρίτριες.

Μια απ’ αυτές τις μέρες που θα πάω ξανά στο επισκεπτήριο, ο κύριος Κάντας δεν θα είναι εκεί. Ας είναι καλά. Δεν είναι ο μόνος κι ίσως να είναι κι ο καλύτερος απ’ όσους εξέμεσε το σύστημα της Μεταπολίτευσης στο δρόμο μας. Είμαι όμως περήφανη και ευγνώμων γιατί σε αυτή τη ζωή με τις ανηφοριές και τις στροφές της, έτυχα στην Ελλάδα των Κάντηδων και των Μιχαλολιάκων, να βρεθώ με την μεριά των Μιχαλολιάκων.

Ειρήνη Δημοπούλου - Παππά