Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Κρίστοφερ Λι: Ένας Μεγάλος Πατριώτης, Καλλιτέχνης και Φιλέλληνας

Ο χαρισματικός και επιβλητικός Κρίστοφερ Λι ήταν ένας Άνθρωπος, ο οποίος κατάφερε να γοητεύσει και να καθηλώσει με τις ερμηνείες του ως Ηθοποιός τρεις διαφορετικές γενιές. Μέσα σε 70, περίπου, χρόνια καριέρας ο Βρετανός καλλιτέχνης κατόρθωσε να χαραχτεί στην συνείδηση του κοινού τρεις φορές. Μία στην αρχή της καριέρας του και δυο στο τέλος της.


Ο Κρίστοφερ Λι γεννήθηκε στις 27 Μαΐου 1922 στο Λονδίνο, από αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν παρασημοφορημένος συνταγματάρχης του Βασιλικού Στρατού, ενώ η μητέρα του, κόμισσα Καραντίνι, ήταν γόνος παλαιάς ιπποτικής οικογένειας της Ευρώπης, η οποία έλκει την καταγωγή της από τον Καρλομάγνο. Μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Λι μορφώθηκε στα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία της Βρετανίας, ενώ στην συνέχεια ακολούθησαν σπουδές στην κλασική φιλολογία, τα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά. Με έντονα αναπτυγμένη μέσα του την φιλοπατρία, όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θέλησε να καταταχθεί στον Βρετανικό Στρατό, ωστόσο αυτό δεν μπόρεσε να το επιτύχει λόγω του ότι ήταν πολύ νέος ακόμη για να μπορέσει να στρατολογηθεί. Γι’ αυτόν τον λόγο, και δείχνοντας τις ξεκάθαρα αντικομμουνιστικές του πεποιθήσεις, πήγε να πολεμήσει ως εθελοντής στον Ρωσοφινλανδικό πόλεμο, στο πλευρό των Φινλανδών, οι οποίοι υπεράσπιζαν την Πατρίδα τους από την εισβολή των μπολσεβίκων. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος μετά από πολλά χρόνια γι’ αυτή την εμπειρία: «Είχαμε ακούσει ότι υπήρχε ένας πόλεμος σε εξέλιξη στην Φινλανδία κατά των Σοβιετικών. Πήγαμε εκεί με μια ομάδα φίλων και είπαμε ότι θέλουμε να βοηθήσουμε. Ήμασταν καλοί στο σημάδι, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε σκι. Έτσι, μας ευχαρίστησαν για την προσφορά μας, αλλά δεν μας δέχθηκαν κι αυτό εν τέλει είναι μάλλον καλό, αλλιώς δεν θα ήμουν εδώ τώρα».

Στην συνέχεια του πολέμου μπόρεσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Πατρίδα του και μετά το τέλος του αποφάσισε να γίνει Ηθοποιός. Ενώ για κάποια χρόνια έπαιζε σε χαρακτηριστικούς δεύτερους ρόλους, δίνοντας «χρώμα» στα βρετανικά αστυνομικά φιλμ της δεκαετίας του ’50, ήρθε ο πρώτος μεγάλος πρωταγωνιστικός του ρόλος, ο οποίος και τον καθιέρωσε ως μεγάλο όνομα.

Κατάφερε να ενσαρκώσει με την μεγαλύτερη πειθώ, σε μια απαράμιλλη όσο και ανατριχιαστική ερμηνεία, τον νεκροζώντανο βρικόλακα, Κόμη Δράκουλα, στην ομώνυμη ταινία του 1958, σε ηλικία 36 ετών. Είχε να αντιμετωπίσει τις μέχρι τότε ερμηνείες του Μαξ Σρεκ στην βωβή ταινία «Νοσφεράτου» (1922) και του Μπέλα Λουγκόζι στον «Δράκουλα» (1931). Ο Κρίστοφερ Λι ξεπέρασε τις ερμηνείες και των δυο, με το πανύψηλο (1,96) και γεροδεμένο κορμί του και την επιβλητική του παρουσία. Όλοι μιλούσαν για μια ερμηνεία-σοκ, η οποία σε συνδυασμό με την βαθιά, στιβαρή και χαρακτηριστική φωνή του, τον καθιέρωσε στον συγκεκριμένο ρόλο για αρκετές ακόμη ταινίες.

Ο Λι έφερε κάτι πρωτόγνωρο στον ρόλο ενός «»τέρατος», γνωστού μέχρι τότε για την «αιμοβόρα» του διάθεση και μόνο. Ο συγγραφέας Μπραμ Στόκερ την είχε τονίσει, βεβαίως, πρώτος στο μυθιστόρημα του, αλλά ήταν η κινηματογραφική ερμηνεία του Λι (ενός οξυδερκούς μελετητή του δράματος και μεγάλου γνώστη της αρχαίας τραγωδίας) ως Κόμης Δράκουλας, που πρώτος μετουσίωσε κινηματογραφικά την σαγήνη και τον ηδονισμό του αίματος, καθώς ξυπνούσε στα γυναικεία θύματά του ένστικτα ερωτικά, τα οποία έμοιαζαν καταπιεσμένα για αιώνες.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, πάντως, ο Λι εγκατέλειψε τον συγκεκριμένο ρόλο, φοβούμενος ότι είχε πια ξεπέσει στην καρικατούρα. Παρ’ ὀλα αυτά, οι ρόλοι του σε ταινίες φαντασίας και τρόμου συνεχίστηκαν, καθώς πάντα τον συνάρπαζαν, με το αρχοντικό του παράστημα και την επιβλητική του φωνή να ξεχωρίζουν στους ρόλους, που υποδυόταν. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την έξοχη ερμηνεία του στο τόσο αδικημένο, στην εποχή του, «Το Μυστικό του Σκιάχτρου» (The Wickerman), λόγω του «σοκαριστικού» περιεχομένου του, μια ταινία, η οποία σήμερα έχει δικαίως την φήμη μιας από τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών; Δίνοντας το στίγμα του ακόμη και ως ο «κακός» Σκαραμάνγκα στο «Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι», όπου και ήταν αντιμέτωπος με τον Τζέιμς Μποντ (με τον Ρότζερ Μουρ στον ρόλο του πράκτορα 007), ο Λι συμμετείχε σε πολλές ακόμη ταινίες.

Η μεγάλη του «επιστροφή», όμως, ήρθε στις αρχές της νέας χιλιετίας, οπότε και ανέλαβε ρόλους σε δύο από τα πιο φιλόδοξα κινηματογραφικά «πρότζεκτ» των τελευταίων δεκαετιών. Το πρώτο ήταν η αναβίωση του «Πολέμου των Άστρων» του Τζορτζ Λούκας, όπου και ερμήνευσε τον χαρακτήρα του σκοτεινού Λόρδου Ντούκου, προσφέροντας με την ισχυρή παρουσία του μια θετική πινελιά σε μία, κατά τ’ άλλα, μέτρια ταινία. Ο δεύτερος -και σημαντικότερος- ρόλος του ήταν αναμφίβολα αυτός του Μάγου Σάρουμαν στην τριλογία του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» και αργότερα σ’ αυτήν του «Χόμπιτ». Όντας και ο ίδιος μεγάλος θαυμαστής του Τόλκιν (τον οποίο είχε γνωρίσει από κοντά) και κυρίως γνώστης του ιδεατού κόσμου, που δημιούργησε ο μεγάλος αυτός συγγραφέας, ο Λι, αν και ήδη ηλικιωμένος (78 ετών), ρίχτηκε με τα  μούτρα στην δουλειά, κάνοντας -εκτός των γυρισμάτων-  ατελείωτα voiceover και εξαντλώντας και τον ίδιο τον σκηνοθέτη, Πίτερ Τζάκσον, προκειμένου να πετύχει το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα. Ταυτισμένος με τον οικολογικό-αντιυλιστικό τρόπο ερμηνείας του κόσμου του Τόλκιν, ο Λι διέβλεπε με βουβή ανησυχία την μετάλλαξη της Βρετανίας σ’ ένα πολυπολιτισμικό κράτος.

Μαζί με δύο ακόμη διεθνούς φήμης συναδέλφους του, τον Βρετανό Πίτερ Κασίνγκ και τον Αμερικανό Βίνσεντ Πράις, επίσης σπουδαίους και καταξιωμένους Ηθοποιούς, είχαν δημιουργήσει μια κλειστή και δυνατή παρέα, την οποία μόνον ο θάνατος μπόρεσε να χωρίσει. Μια παρέα με κοινές αρνητικές απόψεις γύρω από την μετατροπή του Κόσμου σ’ ένα χωνευτήρι Εθνών και Πολιτισμών.

Εκτός, όμως, από τις ταινίες, οι οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν η ζωή του, ο Κρίστοφερ Λι είχε μεγάλο πάθος με την μουσική. Αρχικά, τραγούδησε όπερες και ερμήνευσε κλασικά τραγούδια, μεταξύ των ετών 1986 και 1998. Πολύ περισσότερο, όμως, είχε λατρεία με το Heavy Metal, του οποίου ανέκαθεν ήταν οπαδός. Στο συγκεκριμένο είδος, που αντιλαμβανόταν ως μια ηχητική σύγχρονη υπόκρουση της κλασικής μουσικής και ως μουσικό εκφραστή του Ευρωπαϊκού Πνεύματος και του Λευκού Πολιτισμού, ο Λι έκανε δισκογραφική καριέρα. Από το 2005, όταν και ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι, πρόλαβε να κυκλοφορήσει δύο άλμπουμ, τέσσερα ΕΡ και τρία χριστουγεννιάτικα σινγκλ. Μάλιστα, ο δίσκος του «Charlemagne: By the sword and the cross», πέραν του ότι βραβεύτηκε ως ένα από τα άλμπουμ της χρονιάς για το 2010, ήταν σαφής ως προς τις πολιτικές του πεποιθήσεις για τον χριστιανικό χαρακτήρα της Ευρώπης και την αρνητικότητα του ιδίου απέναντι στην επιχειρούμενη ισλαμοποίησή της.

Απίστευτα μορφωμένος, ο Λι μιλούσε άπταιστα, εκτός από την μητρική του γλώσσα, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά και γερμανικά, ενώ μπορούσε να συνεννοηθεί με μεγάλη ευκολία στην σουηδική, την ρωσική αλλά και την ελληνική γλώσσα, για την οποία ο ορκισμένος αυτός φιλέλληνας -ως άριστος γνώστης της Ελληνικής Ιστορίας και Μυθολογίας- έλεγε ότι «μπορώ να πάρω μια ελληνική εφημερίδα και να καταλάβω πάνω από το 50% όσων γράφει». Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από λίγα χρόνια, όταν επισκέφθηκε την Χώρα μας, εντυπωσίασε τους εγχώριους συνομιλητές του με τις αστείρευτες γνώσεις του τόσο γύρω από την Αρχαία Ελληνική Ιστορία (μιλώντας με ακλόνητα επιχειρήματα για την Ελληνική καταγωγή και συνείδηση των Μακεδόνων), όσο και με μια υψηλού επιπέδου ανάλυση γύρω από τους θεούς του Ολύμπου και το περιεχόμενο της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας.

Ο μεγάλος αυτός Πατριώτης, Καλλιτέχνης και Φιλέλληνας πέρασε στην αιωνιότητα στις 7 Ιουνίου 2015, πλήρης ημερών, έχοντας συμπληρώσει το 93ο έτος της ηλικίας του. Διανύοντας μια αξιοθαύμαστη ζωή, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, ο Κρίστοφερ Λι (ή... Χρήστος Φερλής, όπως τον αποκάλεσε χιουμοριστικά από κοντά κάποιος Συναγωνιστής και Φίλος μου, για να εισπράξει το βροντερό όσο και θερμό γέλιο του Λι) είναι από τους Ανθρώπους εκείνους, που αφήνουν ανεξίτηλο και αξέχαστο το πέρασμά τους από την Ζωή, ακριβώς γιατί το έργο τους είναι ανάλογο της Αξίας τους.

Γιώργος Μάστορας