Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Η Ελλάδα του 1940 πολεμούσε με ελληνικά πυρομαχικά

Οι προδότες πολιτικάντηδες και οι υπηρέτες της διεθνούς τοκογλυφίας που σήμερα χύνουν κροκοδείλια  δάκρυα και δήθεν προσπαθούν να διασώσουν την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία
από την διάλυση και το ξεπούλημα των περιουσιακών της στοιχείων που επιβάλλει η τρόικα, είναι οι ίδιοι που επί σειρά ετών συνειδητά, μεθοδικά και υπόπτως απαξίωναν τις βιομηχανίες ΕΑΣ, ΕΛΒΟ και ΕΑΒ. Είναι οι ίδιοι που έχουν προσυπογράψει στα μνημόνια το κλείσιμο αυτών των βιομηχανιών οι οποίες μαζί με το έμψυχο υλικό των Ενόπλων Δυνάμεων αποτελούν την  απαραίτητη προϋπόθεση για την διατήρηση της εδαφικής μας ακεραιότητας.        

Η συμβολή της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας στο ηρωικό έπος του 1940 ήταν σημαντικότατη και σ’ αυτό είχε βοηθήσει η στρατηγική σκέψη του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος σε οικονομικά χαλεπούς καιρούς είχε προνοήσει για την δημιουργία μονάδων παραγωγής πυρομαχικών και ανταλλακτικών οπλικών συστημάτων. Η τροφοδοσία του Ελληνικού Στρατού στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο ήταν συνεχής και αδιάλειπτη με ελληνικά πυρομαχικά και ανταλλακτικά.

Τα ιστορικά αρχεία εκείνης της περιόδου δείχνουν τον υπεύθυνο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε η τότε στρατιωτική και πολιτική ηγεσία το θέμα της Αμυντικής Βιομηχανίας. Υπεύθυνος τρόπος που υποδηλώνει το εθνικό όραμα που είχε για την Ελλάδα ο Ιωάννης Μεταξάς στο ιδιωτικό αρχείο του οποίου,  που βρίσκεται σήμερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, υπάρχει σχετικό υπόμνημα της 12ης Μαΐου 1936, λίγα χρόνια πριν το ξέσπασμα του Β΄παγκόσμιου πολέμου, στο οποίο οι υπηρεσίες του ΓΕΣ τονίζουν τη σημασία ανάπτυξης εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας. Οι απόψεις του ΓΕΣ για τους εξοπλισμούς μπορούν να συνοψιστούν σε τρία βασικά σημεία, στα οποία δίνουν έμφαση τα στελέχη του τότε στρατού.

Πρώτον, έχοντας πλέον υπόψη τις εμπειρίες από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τη Μικρασιατική εκστρατεία οι αξιωματικοί του ΓΕΣ θεωρούσαν τον “υλικό εφοδιασμό” ως τον κυριότερο παράγοντα για την επιτυχία του στρατεύματος “[...] σήμερον αποτελούσι την βάσιν της επιτυχίας”.

Δεύτερον, ενώ υπήρχαν στο στράτευμα αρκετοί αξιωματικοί που, εστιάζοντας στην αποτελεσματικότητα του υλικού στη μάχη, επιθυμούσαν τα πιο άρτια και ποιοτικά ανώτερα, σε σχέση με τα ελληνικά, οπλικά συστήματα και πυρομαχικά του εξωτερικού, στο ΓΕΣ φαίνεται πως επικρατεί διαφορετική αντίληψη, ότι “η ανάγκη[...] οργανώσεως Πολεμικής Βιομηχανίας είναι επιβεβλημένη [...]” και επιπλέον ότι “[...] είναι ανάγκη να οργανωθή βιομηχανία δυναμένη να εξασφαλίσει εν τω μέτρω  του δυνατού την άμυναν της χώρας”, ενώ “η αγορά εκάστοτε [πολεμικού υλικού] εκ του εξωτερικού δέον να αποκλεισθή ως η χειροτέρα λύσις”. Στο ΓΕΣ φαίνεται πως γνωρίζουν ότι αφενός με την οικονομική κρίση του ’29, που είχε οδηγήσει στο σύστημα των κλειστών οικονομιών, και αφετέρου με τη συνακόλουθη εσωστρέφεια των εξοπλιστικών προγραμμάτων στην Ευρώπη τα τελευταία μεσοπολεμικά χρόνια, η καλύτερη λύση για τη χώρα είναι να αναπτύξει μια ανεξάρτητη κρατική πολεμική βιομηχανία, “άποψιν [την οποία] έχουσι παραδεχθεί ήδη και  εφαρμόζουσι  εκτός των Μεγάλων Κρατών και οι γείτονές μας Τούρκοι, Βούλγαροι και Σέρβοι”.

Το τρίτο σημείο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι δείχνει ότι το ΓΕΣ έχει ρεαλιστική επίγνωση των (οικονομικών κυρίως) δυσχερειών ανάπτυξης μιας κρατικής πολεμικής βιομηχανίας. Επίσης, δείχνει ότι η στρατιωτική ηγεσία της εποχής έχει την ωριμότητα να συμβάλει εποικοδομητικά στο διάλογο και τον προβληματισμό που επικρατεί στους οικονομικούς-βιομηχανικούς κύκλους σχετικά με την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας προτείνοντας ρεαλιστικές λύσεις. Έτσι, οι στρατιωτικοί επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους στη σιδηροβιομηχανία, την κατεξοχήν πολεμική βιομηχανία, παρόλο που γνωρίζουν τις ελλείψεις της χώρας σε πρώτες ύλες και την αδυναμία των υπαρχουσών ελληνικών βιομηχανιών για καθετοποίηση της παραγωγής και συνακόλουθη μείωση του κόστους του τελικού προϊόντος, προτείνουν την ενίσχυσή της από το κράτος ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες.

Προτείνουν, δηλαδή, την ανάπτυξη της πολεμικής σιδηροβιομηχανίας όχι μέσα από την προσπάθεια καθετοποίησης της παραγωγής, εφόσον αυτή είναι δύσκολο να επιτευχθεί άμεσα, αλλά με τη συνέχιση και ανάπτυξη της προμήθειας των πρώτων υλών και ημιέτοιμων προϊόντων από το εξωτερικό. Πιστεύουν ότι “η μη ύπαρξις εν τη χώρα των πρώτων υλών δεν πρέπει να υπολογισθεί ως κώλυμα διά την ώθησιν της πολεμικής βιομηχανίας”. Εξάλλου, όπως ισχυρίζονται, ενώ “ουδεμία χώρα της Ευρώπης είναι πλήρως αυτάρκης εις πρώτας ύλας, εν τούτοις άπασαι οργάνωσαν σοβαράς βιομηχανίας”. Επίσης, τονίζουν ότι “αι πρώται ύλαι αντιπροσωπεύουν ελάχιστον ποσοστόν της αξίας του βιομηχανοποιημένου είδους, τονίζεται ότι ενώ η πρώτη ύλη ενός όπλου έχει αξία περίπου 30 δραχμές, το ίδιο το όπλο, αν αγοραστεί από το εξωτερικό, στοιχίζει 3-4 χιλιάδες δραχμές”.
Αυτό λοιπόν που κατάλαβαν και έβαλαν σε εφαρμογή το 1936, με νικηφόρα αποτελέσματα, οι τότε ηγέτες μας, δηλ. την αναγκαιότητα ύπαρξης αμυντικής βιομηχανίας, οι σημερινοί κυβερνώντες θέτουν σε αμφιβολία. Και στον πλέον αδαή πρέπει να είναι προφανής η εξύφανση της προδοσίας, όταν μάλιστα ο σημερινός τούρκος πρωθυπουργός αποφάσισε να ενισχυθεί η πολεμική βιομηχανία της χώρας του και να είναι σε θέση ως το 2023 να παράγει το σύνολο(!) των οπλικών συστημάτων που χρειάζονται οι Ε.Δ της Τουρκίας.

Σε μια εποχή που οι εντολοδόχοι της τρόικα και οι υπάλληλοι των διεθνών τοκογλύφων αποφασίζουν το κλείσιμο της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ έχει σχέδιο για ουσιαστική επανάσταση στην φιλοσοφία των αμυντικών προμηθειών και Στρατηγικό Σχεδιασμό με σκοπό η Αμυντική Βιομηχανία να αποτελέσει επένδυση για την ασφάλεια της πατρίδας μας και πηγή απασχόλησης για τον ελληνικό λαό.

Γ.Λ.