Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Η ιδεολογική ηγεμονία της νεοαριστεράς της παρακμής

Aπόσπασμα από το βιβλίο του Ι. Πετρίτη "Για τον Ελληνικό Εθνικισμό"

Την απόλυτη ιδεολογική αδυναμία του Μαρξισμού να εξηγήσει επαρκώς το εθνικό φαινόμενο (πέρα από ρηχά.. πασαλείμματα, «διαλεκτικούς βρόχους» και φλύαρα ψεύδη) παραδέχθηκε με αρρενωπή ειλικρίνεια ο Έλληνας μαρξιστής στοχαστής Νίκος Πουλαντζάς,
γράφοντας στο βιβλίο του «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός» με ασύνηθη για μπολσεβίκους ανασφάλιστη ειλικρίνεια: «Πρέπει να συνηθίσουμε σε τούτο το ολοφάνερο γεγονός: δεν υπάρχει μαρξιστική θεωρία του έθνους. Το να λέμε - παρά τις ζωηρές συζητήσεις πάνω σε τούτο το θέμα μέσα στο εργατικό κίνημα - ότι υπάρχει υποτίμηση από μέρους του μαρξισμού της εθνικής πραγματικότητας, είναι ακόμα παρά πολύ μακριά από την αλήθεια».

Αυτό όμως που δεν κατόρθωσε ο ιστορικός μαρξισμός, ανέλαβε να το πραγματώσει η ελεεινή, πολυπρόσωπη και άθλια υποκριτική μετα-μαρξιστική «Αριστερά», μέσα από τους εκούσια διατηρούμενους παραμορφωτικούς και ιδεοληπτικούς φακούς της, που οδηγούν τους οπαδούς της σε μονοχρωματική σωληνώδη όραση και άθλια μανιχαϊκή ανομολόγητη μισαλλοδοξία. Ο ιστορικός μαρξισμός και τα δαιμονικά βλαστήματά του, λενινισμός και σταλινισμός, δεν κατανόησαν την φύση και την ουσία του Έθνους. Όμως η μεταλλαγμένη Νέα «μετα-μαρξιστική» Αριστερά, υβρίδιο μονοθεϊστικού φανατισμού, marketing και μακροοικονομίας, τις κατάλαβε και για αυτό ανέλαβε να τις αποδομήσει, να τις αποσαθρώσει ύπουλα και μεθοδικά στην σκέψη και στην συνείδηση των ανθρώπων, συνεπικουρούμενη από δεκάδες «αντιφασιστικές»-«αντιρατσιστικές» ΜΚΟ κι εκατοντάδες πανεπιστημιακούς σκοταδιστές.

Ο ξακουστός ιστορικός ηγέτης του Κομουνιστικού Κόμματος Ιταλίας Antonio Gramsci (Γκράμσι) έθεσε το σπουδαίο πολιτικοϊδεολογικό ζήτημα της «ιδεολογικής ηγεμονίας». Ο Gramsci είπε ότι το Κόμμα κι η Αριστερά ευρύτερα, πρέπει να κατακτήσουν πρώτα την «πολιτιστική εξουσία», τους «οργανικούς διανοουμένους», τους καθηγητές, τους συγγραφείς, τους δημοσιογράφους, δηλαδή όλους εκείνους που διαμορφώνουν την δημόσια σφαίρα και την κοινή γνώμη στην πολιτική.

Αυτό το «γκραμσιανό» πλαίσιο που σκιαγραφεί ότι η επικράτηση στον χώρο των ιδεών θα οδηγήσει στην πολιτική επικράτηση, ονομάσθηκε «ιδεολογική ηγεμονία». Επειδή αυτή η θέση αντιστρατεύεται την υλιστική θεωρία του μαρξισμού κι αυτονομεί τελικά τις ιδέες από τις οικονομικές σχέσεις παραγωγής, αποκαλέστηκε μετα-μαρξιστική. Κατά τον ίδιο τον Gramsci η «πάλη των τάξεων» έπρεπε να λαμβάνει μέρος πάντοτε στο ιδεολογικό πεδίο, με την θεμελιώδη παραδοχή ότι μόνον οι ιδέες μπορούν να επιφέρουν την επανάσταση ή αντίθετα να την αποτρέψουν. Στο τρίτομο έργο του «Quadernidelcarcere» ο Gramsci γράφει χαρακτηριστικά: «Η υπεροχή μιας κοινωνικής ομάδας λαμβάνει δύο μορφές: κυριαρχία, αλλά και πνευματική και ηθική διεύθυνση. Μία κοινωνική ομάδα κυριαρχεί πάνω σε εχθρικές ομάδες και είναι διευθύνουσα πάνω σε συγγενικές». Αυτή η «διεύθυνση» είναι ένα ξεκάθαρο παράγωγο της ιδεολογικής ηγεμονίας.

Οι μεγάλοι Ιουδαίοι στοχαστές TheodorLudwigWiesengrund - Adorno και MaxHorkheimer μαζί με τους λοιπούς ομοφύλους τους, της κοινωνιολογικής «Σχολής της Φρανκφούρτης» ανέπτυξαν, με την σειρά τους, την «κριτική θεωρία», για ν' αποδείξουν ότι ο Καπιταλισμός μετατρέπει έμπρακτα, μεθοδικά και συστηματικά τις έννοιες στο ακριβώς αντίθετό τους: η δίκαια ανταλλαγή μετατρέπεται σε ακραία ανισότητα και κοινωνική αδικία, η ελεύθερη οικονομία μετατρέπεται σε απάνθρωπη κυριαρχία του μονοπωλίου, η διατήρηση της κοινωνικής ζωής στην πτώχευση της πλειονότητας των ανθρώπων.

Σύμφωνα με την «Σχολή της Φρανκφούρτης» η «κριτική θεωρία» σταδιακά και σταθερά θ' αποδομούσε οριστικά την ιδεολογία του καπιταλισμού, ανοίγοντας τον δρόμο στον σοσιαλισμό.

Η «Σχολή της Φρανκφούρτης» έθεσε τις βάσεις γι' αυτό που ονομάσθηκε από τους αγγλοαμερικανούς«κοινωνική μηχανική», η οποία έχει ως απώτατο σκοπό την ουσιώδη οντολογική μετάλλαξη του ανθρώπου, την καθολική αποκοπή του από την Φυλή, το Έθνος, την Πατρίδα και τον πολιτισμό του, αποσκοπεί στην αλλοτρίωση, στην αυτοαποξένωση και στην κλιμακούμενη εξάλειψη της συνείδησής του, προκειμένου τελικά ως ασυνείδητο παραγωγικό και καταναλωτικό, φορολογούμενο ζώο να ζυμωθεί από τα νεοεποχίτικα ένζυμα της παγκοσμιοποίησης στα πολυπολιτισμικά πειράματα της μετα-μαρξιστικής σκέψης και να μεταβληθεί στο ανυπεράσπιστο, άνευρο «ανθρωπάριο» του πολυπολιτισμικού φυράματος.

Η γεννημένη το 1941, ευρυμαθέστατη κ. Θεοπούλα Ανθογαλίδου, τέως πρόεδρος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γαλοθρεμμένη, δεινή μεταφράστρια του ΕμίλΝτυρκέμ, σκληρά συγκροτημένη μαρξίστρια, «αντιφασίστρια», καθώς και συνεργάτις της πασίγνωστης «εθνικιστοδιώκτριας» κ. Φραγκουδάκη, αλλά και περιστασιακά εμπνευσμένη από τον «άσπονδο φίλο του Καστοριάδη», τον Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ γράφει χαρακτηριστικά στο καλοδομημένο κείμενό της «Η λογοτεχνία ως ιδεολογικό και πολιτικό διακύβευμα»: «Η ζωή των εργατών βελτιώθηκε, αλλά η εξειδίκευση, η αύξηση της ανεργίας καθώς κι η αποδημοσιοποίηση της κοινωνικής ζωής, με τη χρήση των νέων μέσων στην επικοινωνία των ανθρώπων, συνέβαλαν επίσης στη χωρική και ιεραρχική διάσπαση των εργατών, σε σημείο που η κυρίαρχη σε όλο τον προηγούμενο και στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα αντίφαση να εμφανίζεται αποδυναμωμένη, ενώ νέες κοινωνικές αντιφάσεις ήρθαν με οξύτητα στην επιφάνεια και ενέπνευσαν τον ακτιβισμό κοινωνικών κατηγοριών και δραστήριων οργανώσεων, όπως οι φεμινίστριες, οι άνεργοι, οι μετανάστες και οι αντιρατσιστικές οργανώσεις, οι φοιτητές, οι οικολογικές οργανώσεις».

Στα λόγια τούτα φαίνεται ξεκάθαρα η πηγαία σπαρακτική απόγνωση των θεωρητικών της απελευθερωμένης μεταμαρξιστικής «δεξιοαριστεράς» και «αριστεροδεξιάς» των ΑΕΙ, για την ήδη επελθούσα αηδιαστική κι αποχαυνωτική ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στο αδηφάγο πλουτοκρατικό σύστημα κι η συνακόλουθη ανάγκη αναζήτησης άλλων κοινωνικών «εξεγερτικών υποκειμένων», όπως οι «πολλά υποσχόμενοι» μετανάστες και οι «αντιρατσιστές».

Η βιολογικά γερασμένη και πολιτικά αρτηριοσκληρωτική «Νέα Αριστερά» του Μάη του '68 βρήκε λοιπόν νέα «κοινωνικά υποκείμενα» στους φορείς των διαφόρων παραφιλικών σεξουαλικών μειονοτήτων, στους εξαθλιωμένους αφροασιανούς μετανάστες, στους «πεφωτισμένους αριστερούς αστούς», οι οποίοι είχαν εναγκαλισθεί «βιβλικά» και πρόθυμα την ανθρωποβόρα μαρξιστική μεσσιανική ουτοπία βολεμένοι στα χλιδάτα σαλόνια τους. Τα τοξικά μεταχρονολογημένα απόνερα αυτής της «Αριστεράς» τα συναντάμε στην Πατρίδα μας, διάσπαρτα στις εθνοαποδομητικές απόψεις τύπου Ρεπούση, στις μηδενιστικές παρόλες τύπου Λιάκου, στο εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Σημίτη  και στον ΣΥΡΙΖΑ του «Έλληνα ΚονΜπεντί» του Alexis, που χαιρέτισε τους νεωτερισμούς του Ομπάμα.

Η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από ένα εκρηκτικό μίγμα ρευστών δρωμένων παγκόσμιας κλίμακας: Εκπτύσσεται μια διαρρηκτική οικονομική κρίση, η οποία διαρκώς επιτεινόμενη από την λυσσαλέα Παγκοσμιοποίηση βαίνει με εκθετική πρόοδο. Η φρικαλέα παντελής έλλειψη ενός σαφούς αξιακού προτύπου, το οποίο θα επέτρεπε στους ανθρώπους και θα υπαγόρευε στην εξουσία να προβαίνουν στην πολιτική και τις επιλογές τους έχοντας μιαν αξιόπιστη ηθική πυξίδα. Ο σημερινός άνθρωπος συνθλίβεται ολόπλευρα, τόσον οικονομικά όσο και πνευματικά. Οι διατιθέμενες επιλογές είναι δύο: να χαθεί σαν ιστορικό απόβλητο μέσα στην χαίνουσα άβυσσο της πολυπολιτισμικής παγκοσμιοποίησης ή να ξαναβρεί αποκαλυπτικά τον άθραυστο Εθνικό μίτο που οδηγεί στο αρχέγονο Ολύμπιο Φως.

Η δραστική σύζευξη Εθνικής Κοινωνίας και Λαϊκού Κράτους, με άτρωτη σύσταση της Λαϊκής Κοινότητας, αποτελεί την μόνη εφικτή, ιστορικά δοκιμασμένη και χαλυβδωμένη μακρόπνοη πολιτική πρόταση, ώστε να εξέλθουμε από την κρίση. Πρώτα ο αποεθνικοποιημένος Λαός μας που μέσα σε 4 δεκαετίες μεταβλήθηκε ύπουλα σε καταναλωτικό όχλο, απαξίωσε κάθε παραδοσιακό ηθικό πυρήνα της ζωής και κατόπιν ακόρεστος από τα ρουσφέτια, μετέτρεψε τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους σε τζόγο και τον εξωτερικό δανεισμό σε καθήκον, αφήνοντας μέσα στο κιτς της νεόπλουτης κραιπάλης του τον «χρυσοφόρο» χρηματοπιστωτικό τομέα εκτός πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου.

Τονίσαμε επανειλημμένα πως για εμάς τους Εθνικιστές η τωρινή κρίση ήταν κυρίαρχα η καλπάζουσα πνευματική, ηθική και αξιακή κρίση της σηπτικής μεταπολίτευσης και διέδραμε από ετών ανεπαίσθητα για τους πολλούς, πριν τελικά εμφανισθεί ως οικονομική στο προσκήνιο της καθημερινότητας.

Ο Λαϊκός Εθνικισμός διαθέτει συγκροτημένη ιδεολογία και τεράστιο ιστορικό βάθος, ώστε να οδηγήσει στην αναγέννηση της Πατρίδας μας και να συνδράμει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο στην αναγέννηση μιας αφυπνισμένης Ευρώπης των Λαών και των Πατρίδων. Η Εθνικιστική Ιδεολογία μπορεί άνετα ν' αντιπαρατεθεί με τις «φθισικές» ουτοπίες της αριστεράς (νέας και παλιάς), να καλύψει το ηθικό κενό των αρνησιπάτριδων καμποτίνων του νεοφιλελευθερισμού και να προσφέρει ένα λαμπρό και υγιές αλλά συνάμα εφικτό όραμα.