ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Πώς αντιμετώπιζε η Ελληνική Κοινωνία την ομοφυλοφιλία;
Ας ξεκινήσουμε με έναν άγνωστο μύθο του Αισώπου.
Ο Δίας και η Ντροπή έκδοσις του συνόλου των Μύθων του Αισώπου του Εμίλ Σαμπρύ, σειρά "Γκιγιώμ Μπιντέ", Παρίσι 1967 , Μετάφρασις, Εγκυκλοπαίδεια "ΓΙΟΒΑΝΗ".
Ο Δίας, πλάθοντας τους ανθρώπους, έβαλε μέσα τους διάφορες ψυχικές αρετές και μόνο την ντροπή λησμόνησε να βάλει.
Γι' αυτό μην έχοντας άλλο δρόμο να την τοποθετήσει, την πρόσταξε να μπει από τον πισινό των ανθρώπων.
Εκείνη αρχικά αρνήθηκε και διαμαρτυρήθηκε για την προσβολή. Επειδή, όμως, ο Δίας επέμεινε πολύ, είπε:
"Ας είναι, θα μπω, με τον όρο ότι από εκεί δεν θα μπει ο έρωτας. Γιατί, αν τύχει και μπει, εγώ θα βγω αμέσως"!
Από τότε συμβαίνει όλοι οι ανώμαλοι να είναι αδιάντροποι.
Ο Πλάτων στους «Νόμους», καταδικάζοντας απερίφραστα ως αφύσικο τον σαρκικό έρωτα μεταξύ αρρένων, αναφέρει έναν παλαιό νόμο που απαγόρευε τον σωματικό έρωτα μεταξύ αρρένων, τον οποίο νόμο, πρώτος παραβίασε ο Λάιος με αποτέλεσμα τα γνωστά δεινά του οίκου του. Ο μύθος λοιπόν του Οιδίποδα και η κατάρα που το συνοδεύει, δεν ξεκίνησε ούτε από τον φόνο του Λάιου από τον υιό του αλλά και ούτε από τον ανίερο γάμο του Οιδίποδα με την Ιοκάστη. Αλλά η κατάρα έχει την ρίζα της στην αισχρή πράξη του Λάιου.
Βέβαια, πώς είναι δυνατόν να μην αναφερθούμε και στον μύθο του Γανυμήδη. Και σε αυτήν την περίπτωση όσοι ερμηνεύουν τον μύθο κατά τρόπο διαστροφικό αγνοούν ή δεν μπορούν να κατανοήσουν ή πάλι δεν επιθυμούν να καταλάβουν ότι όπως όλοι οι μύθοι έτσι και αυτός είναι συμβολικός. Θα πρέπει οπωσδήποτε, να γίνει αναφορά στο γεγονός ότι ο μύθος πήρε την τωρινή του μορφή κατά τα παρακμιακά χρόνια δηλαδή περί το 400 προ της απαρχής της χριστιανικής χρονολογήσεως. Όπως μας αναφέρει ο Πλάτων στους «Νόμους», την αρπαγή του Γανυμήδους την γνώριζε ο Όμηρος αλλά πρώτα οι Δωριείς έδωσαν εις αυτόν παιδεραστικόν νόημα. Τι συμβολίζει όμως ο μύθος;
«Γανυμήδα, Γανυμήδης. Ελληνικές χαριτήσιες θεότητες (εκ του γάνυμαι, δηλαδή χαίρω, τέρπομαι και το ρήμα μέδω, δηλαδή άρχω ή προστατεύω), έφοροι της κάθε φυσικής ωραιότητος που μπορεί να στρέφει τους θνητούς στην ενατένιση και συνείδηση της ομορφιάς που έσπειραν στον Κόσμο οι Θεοί. Η πρώτη ετιμάτο στη Σικυώνα και τον Φλιούντα ως Δία ή Γανυμήδα ή Ήβη, με λαμπρό Ναό της στην είσοδο της Ακροπόλεως, ως Θεά "χρυσοστέφανος" προστάτις των δούλων και των ικετών. Προς τιμήν της εωρτάζονταν οι λεγόμενοι "Κισσοτόμοι". Ο δεύτερος, θεότης του λάμπους και της χάρης, μυθολογείται ως ο οινοχόος των Ολυμπίων, και συμβολίζει τον "αθανατισμό" του ανώτερου ανθρώπου μέσω της θεάσεως των Αθανάτων (επί του προκειμένου, του κάλλους του Κόσμου).
Αργότερα, κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, ετιμήθη και ως το προστατευτικό Genius των πηγών του Νείλου, του γεωγραφικού σημείου δηλαδή από όπου μοιραζόταν η φυσική ωραιότης στην Αίγυπτο.
Η απεικόνιση του Γανυμήδου δίπλα σε έναν αετό θεωρείται σύμβολο της κατανικήσεως του Θανάτου.»
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η ελληνική κοινωνία χώριζε την κοινωνική ζωή σε δύο διαφορετικούς χώρους. Τον ιδιωτικό -που είχε ως φυσικά όρια τα σύνορα του σπιτιού μέχρι την εξώπορτα, και τον Δημόσιο- που είχε τους χώρους της αγοράς, την εκκλησία του δήμου, τα δικαστήρια, τα λουτρά κτλ. Μια σειρά νομικών κατηγοριών αποδεικνύουν την πολιτιστική σημασία αυτής της διακρίσεως του χώρου.
Καταρχήν, ορισμένα εγκλήματα φαίνεται να εντάσσονται στην σοβαρότερη κατηγορία αδικημάτων του αθηναϊκού ποινικού κώδικα, όχι εξαιτίας της βαρύτητας της άμεσης βλάβης που προκαλούν, αλλά γιατί, κατά κανόνα, λαμβάνουν χώρα σε δημόσιους χώρους και έτσι απειλούν την κοινωνική τάξη (πρόκειται για το νόμο που τιμωρεί τους κακούργους.)
Για τον λόγο αυτό, η κλοπή για παράδειγμα ενδυμάτων σε δημόσιο χώρο (συνήθως στα λουτρά, η λωποδυσία, τιμωρείται πολύ αυστηρότερα από μια συνηθισμένη κλοπή.
Συγκεκριμένα, τιμωρείται με θάνατο διότι αποτελεί βεβαρημένη περίπτωση.
Είναι επιδεικτική κλοπή και αποτελεί κατά συνέπεια σοβαρή απειλή για την κοινωνική τάξη. Μεγαλύτερη σημασία όμως έχει η νομική κατηγορία του αποκλεισμού από τους δημοσίους χώρους. Στην Αθήνα, μεγάλη ποικιλία αδικημάτων επέφερε, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, κάποια απώλεια πολιτικών δικαιωμάτων (ατιμία: κυριολεκτικά, το να είναι κανείς χωρίς τιμή)
Στην Αθήνα λοιπόν, ο αποκλεισμός είτε από τον νόμο είτε από την κοινή γνώμη, από το δημόσιο χώρο, όπου συναθροίζονται οι άνδρες, καθιστά αδύνατη τη διατήρηση της θέσης κάποιου στην κοινότητα και τον οδηγεί στην ατίμωση. Οι άνδρες οφείλουν να συχνάζουν στους καταλλήλους δημοσίους χώρους για να διατηρήσουν ή να βελτιώσουν την υπόληψή τους.
Έτσι, οι Αθηναίοι που έχουν εξασκήσει πορνεία δεν μπορούν να πάρουν το λόγο στην Εκκλησία του Δήμου ή να μπουν στους ναούς.
Οι κατηγορούμενοι ή καταδικασθέντες για ανθρωποκτονία αποκλείονται από την αγορά, τους ναούς και άλλους δημόσιους χώρους, όπως μας πληροφορεί ο Αντιφών (5.9, 6.4-5, 35-6).
Παρόμοια, ο Ανδοκίδης αναφέρει ένα ψήφισμα που απαγορεύει την είσοδο στους ναούς και την αγορά σε όσους είχαν καταδικαστεί για ασέβεια (1.71-2) Ένας άλλος νόμος απέκλειε τις μοιχαλίδες από τους ναούς και τις θρησκευτικές γιορτές - όπως αναφέρει ο Δημοσθένης (59.85-7) από τους δημοσίους χώρους που αντιστοιχούν στις γυναίκες.
Τέλος, ο Λυκούργος εκφράζει το κοινό ηθικό αίσθημα που υποκρύπτουν τέτοιες διατάξεις, όταν λέει πως είναι ντροπή να επιτρέπεται σ' έναν αχρείο σαν τον Λεωκράτη η είσοδος στην αγορά ή η συμμετοχή σε δημόσιες γιορτές (1.5-7, 142) ( ο Λεωκράτης κατηγορήθηκε για προδοσία)
Ο δε Δημοσθένης, απαντώντας σε κατηγορίες για την προσωπική του ζωή, υπενθυμίζει στους δικαστές πως έζησε όλη του την ζωή ανάμεσά τους και τους ζητά να τον κρίνουν σύμφωνα με τη φήμη του και την κοινή γνώμη για την ιδιωτική του ζωή. Σύμφωνα με τέτοιες εκτιμήσεις, μόνο ανέντιμοι άνδρες επιθυμούν να κρύψουν τις κακές τους πράξεις και την ντροπή τους και για την απόκρυψη αυτή χρησιμοποιούν την μυστικότητα και το ψέμα.
Γι' αυτό λέει ο Ξενοφών στο «Συμπόσιο» ότι κάποιοι άνδρες προσπαθούν να κρατήσουν κρυφούς τους παράνομους ομοφυλοφιλικούς δεσμούς τους, ενώ η αγνή, έντιμη αγάπη είναι δημόσια και όχι κρυφή. Ένα ακόμα, παρόμοιο περιστατικό έχουμε από τον Ξενοφώντα. Ο Ξενοφώντας λοιπόν, διηγούμενος τη ζωή του Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησιλάου δίνει ένα εύγλωττο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η υπόληψη και η τιμή εξαρτώνται από τέτοια συμπεράσματα με βάση την δημόσια συμπεριφορά. Ο Αγησίλαος, λέει, διέμενε πάντοτε σε δημόσιους χώρους, σε ναούς για παράδειγμα, ώστε κανείς να μην μπορεί να τον συκοφαντήση ότι είχε τάχα ομοφυλοφιλικές σχέσεις.
Κανείς, ισχυρίζεται ο Ξενοφών, δεν θα πίστευε παρόμοιες ιστορίες για τον Αγησίλαο, αφού όλοι ήξεραν ότι περνούσε το χρόνο του σε μέρη όπου αυτή η κρυφή συμπεριφορά ήταν αδύνατη.
Αντίθετα, θα πληγεί η υπόληψη ενός αγοριού που το βλέπουν μόνο του με έναν άνδρα τη νύχτα ή σε μια απόμερη τοποθεσία. Βλέπουμε λοιπόν τον αυστηρό έλεγχο της κοινωνίας. Αν όμως η τιμή κερδίζεται δημοσίως, μπορεί να χαθεί στην ιδιωτική ζωή.
Τέλος 5ου Μέρους
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ 67
