Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Η δήθεν ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα Μέρος 6ο


Ένας άνδρας που δεν μπορεί να προστατεύει την ιδιωτική του ζωή, ντροπιάζεται. Έτσι η διάρρηξη στο σπίτι με βία ή κρυφά, ιδιαίτερα αν παρίστανται οι ελεύθερες γυναίκες του σπιτιού, συνιστά -κατά τον Λυσία και κατά τον Δημοσθένη- ύβρι, μέγα αδίκημα.
Μπροστά σε μια τέτοια προσβολή, ο μόνος τρόπος να επανακτήσει κανείς την πληγωμένη τιμή του είναι η εκδίκηση - όπως αναφέρει ο Λυσίας. 

Αλλά αυτό προκαλεί σοβαρούς κινδύνους για την δημόσια τάξη. Για τον λόγο αυτό ο Ισοκράτης ταξινομεί την ύβρι στα ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος σχολιάζοντας ότι από πράξεις ύβρεως γεννιούνται διαμάχες, θάνατοι, εξορίες και ακόμη μεγαλύτερες δυστυχίες. Η ύβρις, καταλήγει, έχει καταστρέψει πολλά σπιτικά και έχει αφανίσει πολλές πόλεις. (Κατά Λοχία) Για τον λόγο αυτόν, λέει ο Δημοσθένης, όλοι οι πολίτες μπορούν να κάνουν αγωγή για μια πράξη ύβρεως ακόμα και αν το θύμα είναι δούλος.

Όπως λέει ο Αριστοτέλης στο έργο του «Ρητορική», η ύβρις απέναντι στις γυναίκες της οικογένειας ή τους υιούς της είναι αδικήματα που ένας άνδρας θα ντρεπόταν να δημοσιοποιήσει. (1373α) Αυτό σημαίνει πως οι πτυχές της ιδιωτικής ζωής που επιφέρουν ντροπή πρέπει πάση θυσία να προφυλαχθούν από το κουτσομπολιό και τη συκοφάντηση - όπως υποστηρίζει ο Λυσίας. Συνεπώς το σπίτι θεωρείται ότι προστατεύει την ιδιωτική σφαίρα, άρα και την σεξουαλική αγνότητα και υπόληψη των γυναικών, από τις οποίες η τιμή του σπιτιού σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται.

 Η κοινή γνώμη επικυρώνει την προστασία αυτή, αφού η υπόληψη και η ντροπή απαιτούν εκδίκηση για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε στην αδελφή, στα παιδιά ή στη σύζυγο κάποιου - όπως υποστηρίζει ο Δημοσθένης (59.12) αλλά και ο Υπερείδης στο έργο του «Λυκόφρων». Ο νόμος ενισχύει και αυτός την προστασία αυτή, επιτρέποντας τον φόνο του μοιχού ή του ληστή, χωρίς επιπλοκές αν γίνει σύλληψή τους μέσα στο σπίτι, καθώς και εντάσσοντας τα αδικήματα κατά της αυτονομίας και της τιμής του ατόμου στα μείζονα δημόσια αδικήματα - όπως μας πληροφορεί ο Λυσίας (10.89-9) ότι ο Αθηναϊκός νόμος θεωρούσε την ύβρι μείζον αδίκημα.

 Έχοντας όλα αυτά υπ' όψη καταλαβαίνουμε το τι εννοούσε ο Αισχίνης όταν ανέφερε πως ορισμένες ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες φαίνεται πως απαιτούσαν την μυστικότητα ενός προφυλαγμένου ή έστω απόμερου χώρου έξω από το σπίτι. Ήταν δύσκολο όπως είπαμε να κρύψει κανείς ατιμωτικές δραστηριότητες από τους γείτονές του.

Σε έναν λόγο του, ο Αισχίνης διαπιστώνει ομοφυλοφιλική συμπεριφορά ενός νεαρού, από το γεγονός ότι θεάθηκε να μπαίνει σε σπίτια αγνώστων ή να είναι μόνος του με μεγαλύτερους άνδρες σε παράμερα σημεία την νύχτα. Ας αναφερθούμε σε μιαν άλλη πτυχή του θέματος, στην θέση της γυναίκας.. Συχνά οι υποστηρικτές της απόψεως ότι οι ΄Έλληνες επικροτούσαν την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά , επιχειρηματολογούν υποστηρίζοντας πως η θέση της γυναίκας στην Ελληνική κοινωνία ήταν τέτοια που ήταν επόμενο οι άνδρες να μην τις αντιμετωπίζουνε παρά ως μέσω αναπαραγωγής.

 Μια προσεκτική μελέτη όμως της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, δείχνει το ακριβώς αντίθετο.

Καταρχήν, οι Ελληνίδες εργάζονταν. Έχουμε αναφορές από τον Αριστοφάνη, Δημοσθένη αλλά και άλλους πολλούς συγγραφείς, ότι γυναίκες εργάζονταν στα χωράφια, ήσαν πωλήτριες, μαμές, είχαν πανδοχεία κτλ. Σε έναν λόγο του Δημοσθένη, ένας άνδρας καταθέτει ότι η μητέρα του εργαζόταν ως νοσοκόμα. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι αθηναίες ιέρειες ήταν δημόσιοι άρχοντες και υπόκειντο στις ίδιες ελεγκτικές διαδικασίες με τους άνδρες αξιωματούχους. Στην αθηναϊκή κοινωνία, η θρησκεία καταλάμβανε σημαντικό χώρο στη ζωή της πόλεως και στην θρησκεία οι γυναίκες έπαιζαν καθοριστικό ρόλο. Συμμετείχαν σε νεκρικές πομπές, πήγαιναν στα δημόσια λουτρά, παρακολουθούσαν τους δημόσιους επιταφίους λόγους ενώ σύζυγοι, πατέρες και υιοί τις έφερναν στα δικαστήρια για να προκαλέσουν την συμπάθεια των δικαστών.

Στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, ο λόγος του Σωκράτη είναι ουσιαστικά η ανάγνωση του λόγου της Διοτίμας. Είναι λοιπόν δυνατόν να θεωρούνταν οι γυναίκες «κατώτερα όντα» και να τοποθετεί ο Πλάτων στο έργο του μια γυναίκα να «ανοίγει» τα μάτια του μεγάλου δασκάλου του; Μάλιστα ο Αριστοτέλης προχωρεί ακόμα παραπέρα και ασκώντας κριτική στην Αθηναϊκή κοινωνία, την κατηγορεί γιατί η υπόληψη των ανδρών της εξαρτάται από το κουτσομπολιό των γυναικών. Οι γυναίκες ισχυρίζεται, κυβερνούν στο σπίτι και μεταφέρουν έξω από αυτό πληροφορίες για τους άνδρες (Πολιτεία) Δεν είναι δυνατόν λοιπόν, όταν οι γυναίκες κατείχαν τέτοια κοινωνική θέση να θεωρούνταν υποδεέστερα όντα.

 Και ενώ διάφοροι ερευνητές προσπαθούν να μας βεβαιώσουν ότι στην Αθήνα η φιλία και η ρομαντική αγάπη διαπιστώνεται μόνο στις σχέσεις μεταξύ ανδρών ή ότι οι Αθηναίοι άνδρες ουσιαστικά αδιαφορούσαν κυριολεκτικά γα την σεξουαλική ηδονή στο γάμο, δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε σε πλήθος μαρτυριών από τους Αριστοτέλη, Ξενοφώντα, Ισοκράτη, Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Λυσία καθώς και σε αγγειογραφίες που κάνουν σαφές ότι πολλοί -τουλάχιστον- άνδρες αγαπούσαν με πάθος τις γυναίκες τους και ήταν βαθύτατα συναισθηματικά και ερωτικά συνδεδεμένοι με τις συζύγους των. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, θεωρεί αυτονόητη την σημασία της συζυγικής σεξουαλικότητας όπως και ο Ξενοφών στο έργο του «Οικονομικός»

 Εξάλλου βλέπουμε την ισχυρή συζυγική σεξουαλικότητα και σε διάφορα έργα, με κυρίαρχο ίσως την Λυσιστράτη του Αριστοφάνους. Επίσης στο έργο του «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης περιγράφει το γάμο ως μια ένωση που βασίζεται στην φυσική φιλία ανάμεσα στο ζεύγος. Ενώ τα άλλα ζώα ζευγαρώνουν για να αναπαράγουν το είδος τους, στα ανθρώπινα ζευγάρια αναπτύσσονται διαφορετικοί και βαθύτεροι δεσμοί. Έτσι λοιπόν, όπως διαπιστώνεται, η θέση της γυναίκας ήταν ιδιαίτερη και κοινωνία στο σύνολό της, τόσο οι απλοί πολίτες όσο και οι δάσκαλοι - φιλόσοφοι, τιμούσαν και υμνούσαν το θεσμό του γάμου.

 Να επιστρέψουμε ομως στον Αριστοτέλη ο οποίος αναλύοντας τον γάμο στα «Ηθικά Νικομάχεια» γράφει ότι η φιλία ανάμεσα στον άνδρα και στην γυναίκα του είναι κατά φύσιν, γιατί ο άνθρωπος είναι από την φύση του ον που ζευγαρώνει περισσότερο και από όσο είναι πολιτικό ον. Αλλά ζευγαρώνει όχι όπως τα ζώα μόνο για να δημιουργήσει απογόνους αλλά επίσης τακτοποιώντας τη ζωή του με βάση αυτό το ζευγάρωμα. Κατά συνέπεια, όπως αναφέρει στα Πολιτικά του, είναι φυσική αναγκαιότητα να ζουν μαζί ένας άνδρας και μία γυναίκα. Στον αντίποδα βεβαίως βρίσκεται η σεξουαλική σχέση άνδρα με άλλον άνδρα..

 Το σύνολο των αρχαίων Ελληνων φιλοσόφων καταδικάζει την ομοφυλοφιλική σχέση ενώ συγχρόνως διαχωρίζει την παθητική από την ενεργητική στάση.

 Ο Ξενοφώντας αναφέρεται στην υβριστική πρακτική της χρήσεως ανδρών ως γυναικών. Ο Πλάτων στους «Νόμους» ισχυρίζεται ότι τον άνδρα που υιοθετεί παθητικό ρόλο στην ομοφυλοφιλική συνουσία τον ψέγουν ως μιμητή των γυναικών, μια κατάσταση που είναι παρά φύσιν. Ο Αριστοτέλης στην «Ρητορική» χαρακτηρίζει παρόμοια υποταγή ατιμωτική, επαίσχυντη και μη αρμόζουσα σε έναν άνδρα. Ο Αισχίνης σε ένα σημείο του λόγου του, κατηγορεί τον Τίμαρχο ότι μετέτρεψε τον εαυτό του σε γυναίκα.. Σε ένα απόσπασμά του, ο Υπερείδης γράφει πως η φύση θα εκπλησσόταν αν έβλεπε έναν άνδρα να κακομεταχειρίζεται το σώμα του λειτουργώντας ως γυναίκα.

 Ο Πλάτων στους «Νόμους», ισχυρίζεται πως είναι φυσικό για ένα αρσενικό να ζευγαρώνει με ένα θηλυκό και εξίσου φυσικό να μην στρέφεται το αρσενικό ζώο σε άλλο αρσενικό. Έτσι είναι αφύσικο να μην ακολουθούν οι άνδρες το παράδειγμα της Φύσεως. Ο Αριστοτέλης στο «Περί ζώων γεννήσεως» αναφέρει ότι από άποψη φυσιολογίας, ο ανίκανος άνδρας προσομοιάζει με γυναίκα γιατί δεν έχει την ικανότητα παραγωγής σπέρματος.

 Από την άποψη της σεξουαλικής συμπεριφοράς, ο άνδρας που υιοθετεί έναν υποτακτικό ρόλο δεν είναι άνδρας, είναι θηλυπρεπής και κατά συνέπεια ατιμάζει και ντροπιάζει τον εαυτό του.

Τέλος 6ου μέρους

ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ 67