Με δεδομένες τις ισχυρές σεξουαλικές συμπαραδηλώσεις των λέξεων ύβρις και υβρίζω στην καθημερινή γλώσσα, το επιχείρημα του Αισχίνη φαίνεται απόλυτα λογικό, ιδιαίτερα στην περίπτωση των ανηλίκων, η συγκατάθεση των οποίων μοιάζει να μην έχει καμμία σημασία. Εξάλλου, και πέρα από την περίπτωση των παιδιών, πολυάριθμα αποσπάσματα από τους ρήτορες δείχνουν ότι η υποβολή ενός άνδρα σε παθητικό σεξουαλικό ρόλο τον ατιμάζει και έτσι χαρακτηρίζεται ύβρις. Φυσικά, όταν πρόκειται για ενήλικα, η εκούσια συγκατάθεση μπορεί να ακυρώσει την απόδοση ευθυνών στον εραστή. Και πράγματι, άνδρες που δίνουν την συγκατάθεσή τους σε τέτοιες πράξεις χαρακτηρίζονται ως υβρισταί του εαυτού τους λόγω της υποταγής τους, γεγονός που δεν αφήνει χώρο για δίωξη του εραστή.
Αλλά, όταν πρόκειται για ένα αγόρι, η συγκατάθεση αυτή κρίνεται άνευ σημασίας και αποδίδονται ευθύνες στον άνδρα που ατιμάζει το αγόρι, είτε με βιασμό είτε με αποπλάνηση. Όπως και στο σύγχρονο νόμο, για την αποπλάνηση των ανηλίκων, η συγκατάθεση ενός αγοριού κάτω από μια συγκεκριμένη ηλικία δεν αναιρούσε την κατηγορία για ύβριν. Η περιγραφή αυτή της σεξουαλικής πλευράς της ύβρεως, ενισχύεται και από την περιγραφή από τον Αριστοτέλη των επαίσχυντων πράξεων που ατιμάζουν όποιον τις υποστεί. Ως παράδειγμα μιας τέτοιας συμπεριφοράς αναφέρει το να παρέχει κανείς σεξουαλικές υπηρεσίες με το σώμα του και ρητά αναφέρει ότι μια τέτοια επαίσχυντη πράξη αποτελεί υποταγή στην ύβριν -όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στα Ηθικά Νικομάχεια 1148b 29) Ό Δημοσθένης και ο Λυσίας χαρακτηρίζουν τόσο την αποπλάνηση όσο και τον βιασμό των ελεύθερων γυναικών ύβριν, ενώ ο Αριστοτέλης εφαρμόζει αναμφισβήτητα το ίδιο κριτήριο στα αγόρια, όταν λέει ότι ορισμένους άνδρες τους ευχαριστεί η ομοφυλοφιλική συνουσία, γιατί είχαν υποστεί ύβριν όταν ήταν μικροί. Προφανώς δεν εννοεί ότι απέκτησαν την συνήθεια του παθητικού ρόλου μόνον επειδή έπεσαν θύματα βιασμού.
Αντίθετα, εννοεί ότι υπέστησαν ύβριν, επειδή έδωσαν την συγκατάθεσή τους είτε με στόχο το χρηματικό κέρδος είτε από άλλα κίνητρα. Έτσι, αν και η ερωτική πράξη μπορεί να ήταν εκούσια, αυτό δεν την αποχαρακτηρίζει ως ύβριν. Παρόμοια, ο Δημοσθένης στο λόγο του Κατά Ανδροτίωνος (58), εφαρμόζει στους ενήλικες άνδρες τα ίδια ακριβώς κριτήρια με τον Αισχίνη, υποστηρίζοντας ότι ο εκπορνευόμενος άνδρας υφίσταται αναγκαστικά ύβριν. Τέλος ο Ξενοφών λέει στα Απομνημονεύματά του (2.1.30) ότι η χρήση ανδρών στο ρόλο των γυναικών συνιστά ύβριν.
Εν ολίγοις, ο ισχυρισμός του Αισχίνη ότι ο νόμος περί ύβρεως προβλέπει δυνητικά κυρώσεις και για ορισμένες ομοφυλοφιλικές σχέσεις, συμφωνεί με πλήθος άλλες μαρτυρίες. Από την στιγμή που ο νόμος περί ύβρεως, όπως και άλλες αθηναϊκές ποινικές διατάξεις, δεν παρείχαν ένα σαφή ορισμό του αδικήματος, ύβρις ήταν ότι ήταν διατεθειμένη να θεωρήσει ως τέτοια, χωρίς μάλιστα να έχει την βοήθεια της συζήτησης ή της νομικής συμβουλής, η μεγάλη μάζα των ανειδίκευτων δικαστών.
Στο γυμνάσιο τα αγόρια δεν έχαιραν της προστασίας της οικογένειάς τους, γι' αυτό και ο νόμος τα προστάτευε στο περιβάλλον αυτό, επιβάλλοντας την θανατική ποινή σε όσους επιχειρούσαν να επωφεληθούν της ευκαιρίας. Θα μπορούσε να υπάρχει ένας τέτοιος νόμος, αν η αθηναϊκή κοινωνία δεν θεωρούσε την παιδεραστική ερωτοτροπία και κατάκτηση προβληματική;
Υπήρχε, ολοφάνερα, η αίσθηση ότι οι υιοί των πολιτών έπρεπε να προστατευτούν από το νόμο για να διασφαλιστεί η σεξουαλική τους ακεραιότητα.
Αξίζει τον κόπο να δούμε και τον νόμο περί μοιχείας.
Στον λόγο του Λυσία «Υπέρ του Ερατοσθένους φόνου», μαθαίνουμε την νομική αντιμετώπιση της αρχαίας Αθήνας ως προς την μοιχεία. Ο σύζυγος λοιπόν είχε το δικαίωμα -εφ΄ όσον παρευρίσκονταν και μάρτυρες- να σκοτώσει τον μοιχό που παραβίασε την οικογενειακή του εστία.
Όμως δεν είχε κανένα δικαίωμα να πειράξει την γυναίκα του.
Θα έπρεπε βέβαια, να την απομάκρυνε από το σπίτι του αλλά δεν μπορούσε να χειροδικήσει εναντίον της.
Η δε γυναίκα έχανε το δικαίωμα συμμετοχής της στις τελετές της πόλεως. Από αυτόν εδώ τον νόμο, καταλαβαίνουμε ακόμα καλύτερα την μεγάλη σημασία που έδιναν οι Έλληνες στην ενασχόληση στα δημόσια πράγματα καθώς επίσης και το πόσο ιερό θεωρούσαν το οικογενειακό άσυλο, το σπίτι δηλαδή. Με αυτήν την έννοια, είναι εύκολο να συνειδητοποιήσουμε το γιατί τιμωρούσαν τόσο αυστηρά την συμβίωση δύο ενήλικων ανδρών.
Όχι μόνο εξευτέλιζαν την εικόνα της πόλεως αλλά διέπρατταν ύβριν εις το ιερό χώρο της οικίας, της Εστίας.
Φυσικά, το ίδιο ίσχυε και στην Σπάρτη Ο Ξενοφών αποδίδει στον Λυκούργο σχετικό νόμο, που απαγόρευε αυστηρά την παιδεραστία: «Ει δε τις παιδός σώματος ορεγόμενος φανείη, αίσχιστον τούτο θείς εποίησεν (δηλ ο Λυκούργος) εν Λακεδαίμονι μηδέν ήττον εραστάς παιδικών απέχθεσθαι ή γονείς παίδων απέχονται» (Ξεν. Λακεδαιμόνιων Πολιτεία 11, 13)
Ο Πλούταρχος διασαφηνίζει ότι ο ψυχικός δεσμός μεταξύ των νέων δεν είχε καμμιά σχέση με σωματικές επαφές και ότι εστερείτο τα πολιτικά του δικαιώματα δυνάμει νόμου όποιος επιχειρούσε να ασελγήσει σε βάρος άλλου:
Ανάλογη μαρτυρία σχετικά με το πόσο παρεξηγημένο θέμα ήταν ο ψυχικός δωρικός έρωτας και ότι αυτός δεν περιείχε καμμία σωματική σχέση καταθέτει και ο Μάξιμος Τύριος λέγοντας: «ερά Σπαρτιάτης ανήρ μειρακίου Λακωνικού, αλλ΄ ερά μόνον ως αγάλματος καλού, και ενός πολλοί, και εις πολλών. Η μεν γαρ εξ ύβρεως ηδονή ακοινώνητος προς αλλήλους.»
Τέλος και ο Αιλιανός αναφέρει: «Ο Σπαρτιατικός έρωτας δεν είχε σχέση με αισχρότητες. Εάν ποτέ κάποιος έφηβος τόλμησε να ανεχθεί ασέλγεια σε βάρος του είτε εάν κάποιος έφηβος επιχειρήσει να ασελγήσει σε βάρος άλλου, δεν συνέφερε κανέναν από τους δύο να καταντροπιάσουν τη Σπάρτη. Και σε τέτοια περίπτωση, κρούσματος δηλαδή, ή εξορίστηκαν ή κάτι χειρότερο, έχασαν τη ζωή τους» (Ποικιλ. Ιστορ. 111, 12)
Τέλος 4ου μέρους
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ 67