Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Οι Ήρωες

Άρθρο της Ειρήνης Δημοπούλου – Παππά στην εφημερίδα «ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ»

Ο Εθνικισμός είναι η ευθεία συνέχεια μιας ελληνικής ιδιοτροπίας που χάνεται στη μνήμη των ανθρώπων.
Αντί να τρώμε τους νεκρούς μας, ή να τους παραχώνουμε βιαστικά και με αποστροφή στο χώμα, από κάποιαν άγνωστη αφορμή, σε έναν σκοτεινό ακόμα χρόνο, αποφασίσαμε να τους κρατούμε κοντά μας . Τους κάναμε έτσι ήρωες της φάρας, κελάρυσμα των τραγουδιών μας , τριγμό της φωτιάς στο παραγώνι. Τραγούδι το τραγούδι, έγιναν οι Έλληνες πρόγονοι, οι Έλληνες θεοί. Αυτοί που...
για τη χάρη τους χτίστηκαν αγάλματα, σκαλίστηκαν μετώπες, γράφτηκε ο πολιτισμός και η μοίρα της ανθρωπότητας.
 
Να ήταν ένα παράθυρο που άνοιξε ο Θεός στις βουλές Του, και φανέρωσε πως το φθαρτό σώμα χάνεται και ξαναγεννιέται σε σπόρους που βλασταίνουν πάλι και πάλι, μα η ψυχή φτερουγίζει ελεύθερη στις κορυφές κάποιου Ολύμπου; Ποια να ‘ταν η ξεχωριστή ψυχή που τυπώθηκε στις συνειδήσεις της πρώτης εκείνης κοινότητας των Πιστών;
 

Χιλιάδες χρόνια μετά, ένας Αλέξανδρος που οι άνθρωποι στις άκρες της γης θυμούνται ακόμα, διάβαζε στο λυχνάρι του τις ιστορίες του συνομήλικού του θεϊκού Αχιλλέως, και στο ξημέρωμα κουμαντάριζε τον Βουκεφάλα του στο ποδοβολητό της μάχης, με τις μπούκλες του να ανεμίζουν στο ρίγος της, ξέγνοιαστος, περιπαιχτικός της Μοίρας του, βίαιος, Μέγας. Ακριβώς όπως έχει ανάγκη η Σοφία για να ευδοκήσει να γεννηθεί στη σκέψη των θνητών. Γατί η Σοφία, λέει ο Νίτσε, επειδή είναι γένους θηλυκού, αγαπά και επισκέπτεται μόνον τους πολεμιστές.
 

Η λατρεία των ηρώων, η μήτρα της Σοφίας, σαν να έγινε θεία κοινωνία, από στόμα σε στόμα, από αίμα σε αίμα, αφιόνιζε τους ανθρώπους να γίνονται καλύτεροι από τους προηγούμενους, πιο σοφοί και πιο απόκοτοι, στο συρτό χοροστάσι των Ελλήνων.
 

Λαδώσαμε λοιπόν, με το αίμα μας τους τροχούς της Ιστορίας, θρασείς και σεβαστικοί μαζί. Τα όπλα σκουριάζουν και κάποτε νικιώνται. Μα οι ψυχές των γενναίων ζουν στον αιώνα.
 

Η γενιά μας δίνει ακόμη τους θεούς της. Ηλιογέννητοι Ίκαροι και ταπεινοί σιδεράδες, λαμπαδηδρόμοι της Αυγής, παίρνουν το πρόσωπο ενός γιδοβοσκού, περιμένοντας να γυρίσουν τον καθρέφτη προς το μέρος μας, «σειρά σου». Οι αέρηδες περνούν από πάνω τους, μα σε κοιτούν με την άσβεστη σπίθα στα μάτια «Μα εγώ δεν έφυγα ποτέ από τη μάχη». Θεία αγαλλίαση!
 

Έτσι υφαίνεται το πέπλο της Αθηνάς Ελλάδας, κι όπου ξηλώνεται βάζουμε από το κουβάρι της ζωής μας.
 

Ριζωμένοι σε χωριά που ο Χρόνος ο ίδιος δεν τόλμησε να δαμάσει, ποτίζουν λαδάκι στο καντήλι της Φυλής γραπωμένοι από τα μυστήρια της γης τους. Κι άλλοι, που δεν βρίσκουν ησυχία παρά στο στρόβιλο των ήχων μιας μουσικής που μόνο αυτοί ακούν, όσοι ταξίδεψαν και είδαν τις πόλεις των ανθρώπων, βασανισμένοι πιο πολύ αυτοί, γιατί η καδιά τους έμεινε δεμένη, κι όσο κι αν έτρεξαν δεν έφυγε απ’ το ρουθούνι τους η μυρωδιά του θυμαριού και της αρμύρας.
 

Αυτοί είναι οι Εθνικιστές. Αυτοί που έπαιξαν στους θεϊκούς πεσσούς ή ίσως πιο πολύ ακόμα εκείνοι που τόλμησαν να τους αγνοήσουν, κι έφυγαν να αποικήσουν την δική τους γη στο όνομα μιας αγαπημένης μακρινής Πατρίδας.