Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

«Ο εχθρός μου»: Μια διφορούμενη ταινία

«Ο εχθρός μου» είναι μια ελληνική ταινία για την οποία είχαν ακουστεί διάφορα σχόλια πριν ακόμη προβληθεί στους κινηματογράφους.
Η αλήθεια είναι πως η πληροφορία για την παρουσία στην ταινία ενός ρόλου που παραπέμπει εμμέσως σε «Χρυσαυγίτη» (στην ουσία πρόκειται για Απόστρατο Αξιωματικό) με παρακίνησε να την δω.

Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Κώστας Στασινός, ένας αριστερής κατεύθυνσης μικρομεσαίος γεωπόνος με το δικό του μαγαζί και πατέρας δυο παιδιών. Η ζωή του θα αλλάξει δραστικά όταν ένα βράδυ βλέπει τον ίδιο και την οικογένειά του να κακοποιούνται βάναυσα από μια συμμορία τεσσάρων διαρρηκτών (οι τρεις αλλοδαποί) , ενώ η έφηβη κόρη του βιάζεται από έναν εξ΄αυτών.

Όλος ο κόσμος γκρεμίζεται για τον πατέρα της οικογένειας. Η αστυνομία ασχολείται με το γεγονός αυτός εντελώς τυπικά και γραφειοκρατικά, αφαιρώντας από τον ίδιο τις ελπίδες να βρεθούν. Ο γείτονάς του (ο Απόστρατος Αξιωματικός που αναφέραμε προηγουμένως), όμως, έχει καταγράψει με τις κάμερες του σπιτιού του το συμβάν και αποκαλύπτεται η ταυτότητα ενός από τους διαρρήκτες, ο οποίος είχε εργαστεί στο σπίτι του θύματος παλιότερα.

Στον Στασινό θα μπει η ιδέα της εκδίκησης. Ο «ουμανισμός» που τον διέκρινε στο παρελθόν έχει φύγει. «Όλα όσα είχαμε πει ήταν λάθος. Θεωρίες του κώλου…», λέει για την ακρίβεια ο Στασινός. Η αριστερή ιδεολογία του γίνεται καπνός και όλα όσα πίστευε τόσα χρόνια καταρρέουν, καθώς αποδεικνύονται ανεδαφικά. Τόσα χρόνια ήταν αιχμάλωτος των «κουλτουριάρικων» απόψεων για τους λαθρομετανάστες με την καραμέλα του ρατσισμού να πιπιλιέται από διαφόρους. Έπρεπε να νιώσει τον απόλυτο εξευτελισμό, με τον βιασμό της κόρης του, και τον βιαστή  να τον πατά κατόπιν με το βρώμικο αθλητικό παπούτσι του στο πρόσωπο. Πρέπει να χτυπήσει το κακό την πόρτα σου, να νιώσεις στο πετσί σου την βία, για να αντιληφθείς ότι η ζωή έχει πολύ διαφορετικούς κανόνες από τις αφύσικες επιθυμίες διαφόρων που νομίζουν ότι τα δικά τους ανεδαφικά και νοσηρά θέλω αντικατοπτρίζουν και την αληθινή ροή των γεγονότων. Ο Στασινός, λοιπόν, θεωρεί ότι παίρνει την εκδίκησή του στρεφόμενος, κακώς κατά τη γνώμη μας, στην αυτοδικία. Ο ίδιος συντρίβεται συνειδησιακά απ΄αυτή του την πράξη και βρίσκεται σε αδιέξοδο. Πανικοβλημένος από την πράξη του θέλει να επιχειρήσει «αλισβερίσι» με την υπόλοιπη συμμορία προκειμένου να μην εκδικηθούν κι αυτοί με την σειρά τους. Το τέλος της ταινίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «περίεργο», έτσι ώστε η διφορούμενη φύση του να ωθεί σε διαφορετικά συμπεράσματα.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Γιώργος Τσεμπερόπουλος κρατάει μια αρνητική στάση τόσο απέναντι στην αστυνομία, την οποία παρουσιάζει ως ανίκανη, όσο και για τον ίδιο τον Στασινό για την αυτοδικία του. Εν τούτοις, το φινάλε του έργου είναι αμφίσημο και ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία.

Αν πάσχει σε κάτι η ταινία αυτή είναι ακριβώς σ΄αυτό το τέλος. Ο σκηνοθέτης θέλει να αφήσει τον θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα ή για τους δικούς του λόγους αρνείται να πάρει μια ξεκάθαρη θέση ως προς την κατάληξη του πρωταγωνιστή.

Αναμφίβολα αρνητικός είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται ο γείτονας – Απόστρατος Αξιωματικός του Στασινού. Παρουσιάζεται περίπου ως ψυχωτικό άτομο, ενώ το παιχνίδι της κάμερας με την Στρατιωτική Στολή στην κρεμάστρα την ώρα που προτρέπει τον πρωταγωνιστή στην διάπραξη κι άλλου φόνου σίγουρα μόνο τυχαίο δεν είναι. Η παρουσία, επίσης, ενός Έλληνα στην πολυεθνική εγκληματική συμμορία πιθανώς γίνεται για να αμβλυνθούν οι όποιες «ρατσιστικές» διαθέσεις των θεατών.

Η ουσία, πάντως, είναι ότι ένα πολύ καίριο ζήτημα, το οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί όπως του άρμοζε και όπως φυσικά θα ταίριαζε στην πραγματικότητα, κάνει «μια κοιλιά» μετά την μέση του έργου για λόγους προφανείς σε Εμάς. Αν όμως η ταινία ακολουθούσε μια άλλη κατεύθυνση, ίσως και να μην έφτανε ποτέ στους κινηματογράφους.

Γιώργος Μάστορας